- κληρούχημα
- κληρούχημα, τὸ (Α) [κληρουχώ]το μέρος τής γης που απονεμήθηκε με κλήρο από μια πόλη σε κάποιον ως κληρούχο, άποικο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κληρούχημα — allotment of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρουχήματα — κληρούχημα allotment of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρούχησις — κληρούχησις, ἡ (Μ) [κληρουχώ] κληρούχημα* … Dictionary of Greek